- υψικρημνος
- ὑψίκρημνοςὑψί-κρημνος21) с высокими кручами, обрывистый
(Μίμας Hom.)
2) расположенный на высокой скале(πόλισμα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Μίμας Hom.)
(πόλισμα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υψίκρημνος — ον, Α 1. (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, απότομος 2. (για πόλη) ο χτισμένος πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρημνός «γκρεμός»] … Dictionary of Greek
ὑψίκρημνον — ὑψίκρημνος with high crags masc/fem acc sg ὑψίκρημνος with high crags neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψικρήμνοιο — ὑψίκρημνος with high crags masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψικρήμνους — ὑψίκρημνος with high crags masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)