υψικρημνος

υψικρημνος
    ὑψίκρημνος
    ὑψί-κρημνος
    2
    1) с высокими кручами, обрывистый
    

(Μίμας Hom.)

    2) расположенный на высокой скале
    

(πόλισμα Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υψικρημνος" в других словарях:

  • υψίκρημνος — ον, Α 1. (για όρος) αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, απότομος 2. (για πόλη) ο χτισμένος πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο («ὑψίκρημνον οἳ πόλισμα Καυκάσου πέλας νέμονται», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κρημνός «γκρεμός»] …   Dictionary of Greek

  • ὑψίκρημνον — ὑψίκρημνος with high crags masc/fem acc sg ὑψίκρημνος with high crags neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψικρήμνοιο — ὑψίκρημνος with high crags masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψικρήμνους — ὑψίκρημνος with high crags masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»